Σύντομη αναφορά στον George Rouault / Ζωρζ Ρουώ [1871 - 1958]
του Σπύρου
Ραυτόπουλου
Ρουώ: «Η τέχνη είναι
πηγή κρυμμένη, όαση μέσα στην έρημο. Πιστεύουμε πως φτάσαμε να τα ξέρουμε όλα,
σ’ αυτούς τους υπερφίαλους καιρούς, ενώ αγνοούμε το πιο ουσιαστικό, την αγάπη
για κάθε τι που ζει κάτω από τον ουρανό και για κάθε ομορφιά, φανερή ή
κρυμμένη. Μερικοί αρχαίοι, αν και απλοϊκοί, δεν το αγνοούσαν καθόλου αυτό.
Παπαγάλοι με ωραίο φτέρωμα, παγώνια με φανταχτεροί ουρά, να τι είναι τόσοι
καλλιτέχνες. Και υπάρχουν άνθρωποι που περνούν τη ζωή τους χαζεύοντας πώς
τρώγονται μεταξύ τους αυτοί οι παπαγάλοι κι αυτά τα παγώνια»[i].
Ο Ζωρζ Ρουώ γεννήθηκε στο Παρίσι τη χρονιά της Κομμούνας,
κατά τη διάρκεια της «εβδομάδας
του αίματος», στις 27 Μαΐου. Μαθητής του συμβολιστή
Γκουστάβ Μορώ γίνεται ένας οραματιστής καλλιτέχνης που εκφράζεται τόσο με την
υδατογραφία και το γκουάς, όσο και με τη ελαιογραφία και τη χαρακτική.
Ασχολείται με την απεικόνιση θεμάτων της εποχής, τη φτώχεια, την ανημποριά, την
απελπισία, την αλλαγή του αστικού τοπίου, τους εργάτες, τους χωρικούς, τους
προλετάριους.
Ασχολείται επίσης με θρησκευτικά θέματα, και σχολιάζει εικαστικά τους
αστούς αλλά και τους περιθωριακούς της ζωής, τις πόρνες, τα δικαστήρια, το
τσίρκο, τους παλιάτσους και τους πιερότους. Το έργο του άλλοτε πεσιμιστικό,
άλλοτε πικρόχολο ή σατυρικό είναι η απάντησή του στην αστική ανεμελιά και στην
αισιοδοξία της Μπελ Επόκ.
Ενδιαφέρεται ελάχιστα για την παλέτα του Φωβ που
αρχίζει να αναγνωρίζεται τότε και για τον ήδη καθιερωμένο κυβισμό. Για τον
τεχνοκρίτη Λουί Βωξέλ η εικονογράφηση του Ρουώ «είναι τέχνη ενός οραματιστή,
ενός σατυρικού, που κατασπαράζει τα θύματά του και που υποφέρει ο ίδιος και
βογγάει»[ii].
Για τον τύπο του αστού ο Ρουώ έλεγε: «Δεν μέμφομαι ούτε την ωμότητά του ούτε τον εγωισμό του, ασυνείδητο τις περισσότερες φορές κάτω από μια προσποιητή καλοσύνη, αλλά κύρια τη σχολαστική φροντίδα του προκειμένου να πιστέψει ότι αυτός είναι που θα κάνει τη γη να γυρίσει και θα εξασφαλίσει την ευτυχία μας, φροντίζοντας βασικά για τη δική του. Κωμικό και τραγικό, αν δεν απαιτούσε επίσης, κάτω από ένα είδος ιερατικής αφέλειας, να γίνει δικαστής!»[iii]
Οι δύο σειρές των εξαιρετικών λιθογραφιών του Miserere και Guerre είναι ένα είδος αγιογραφιών των ανθρώπινων θυμάτων της
εποχής του. Ο αρχικός στόχος ήταν να παραχθούν 100 χαρακτικά, 50 για κάθε
σειρά. Τελικά μόνο 58 δημιουργήθηκαν, από τα οποία τα 33 ανήκουν στη σειρά Miserere (ο τίτλος προέρχεται
από τον 51ο Ψαλμό που αρχίζει με τις λέξεις “Miserere mei, Deus”, “Have mercy on me, Lord.”, «Κύριε ελέησον») και 25 στη σειρά Guerre (“war”, «πόλεμος»)[iv]. Τα έργα των σειρών αυτών θα
αρχίσουν να δημιουργούνται το 1917 και θα τελειώσουν 10 χρόνια αργότερα.
Ολόκληρη η σειρά και των 58 έργων θα δημοσιευτεί ωστόσο μόλις το 1948 με τον
γενικό τίτλο Μιζερέρε (Miserere).
Ο Ρουώ είναι ένας εξπρεσιονιστής που σαρκάζει την εποχή του
μετέχοντας στο ανθρώπινο πάθος και τον πόνο με ένα είδος θρησκευτικής
προσήλωσης, παραμένοντας ένας άνθρωπος του λαού και ένας καλλιτέχνης που
παρακολουθεί τα μεγάλα κινήματα της σύγχρονής του τέχνης, αλλά κρατώντας
αποστάσεις τόσο από αυτές όσο και από τη λεπτολογία και τον σπιριτουαλισμό του
δασκάλου του, Μορώ. Μαθαίνει από τον Σεζάν και η θεματολογία του συγγενεύει ως
ένα βαθμό με του Λωτρέκ αλλά ο ίδιος προτιμά
να ξεσκεπάζει βίαια τη ματαιοδοξία, τη μιζέρια και την υποκρισία, χωρίς
ημίμετρα και χωρίς υπεκφυγές. Κι αυτό είναι κάτι που ούτε μπορεί να περάσει
απαρατήρητο ούτε να του συγχωρεθεί. Π.χ. για τον πίνακά του με τα μικροαστικό ζεύγος Poulot (βλ. παρακάτω εικόνα), ο Léon Bloy έγραψε:
«Αυτός
ο καλλιτέχνης μοιάζει να μη συλλαμβάνει παρά σκληρές και εκδικητικές
καρικατούρες. Η αστική ατιμία ασκεί επάνω του ένα τόσο βίαιο αντίκτυπο τρόμου
που η τέχνη του είναι θανάσιμα πληγωμένη. Έπρεπε να φτιάξει εκείνο που είναι το
πιο τραγικό, δύο αστούς, άνδρα και γυναίκα…. Αυτός παρουσίασε δύο δολοφόνους της
περιφέρειας»[v].
Ο Ρουώ απεικονίζει τη διαφθορά προσπαθώντας έτσι να φτάσει
στη λύτρωση μέσα από μια βιβλική σκοπιά. Είναι ένας μοναχικός δριμύς κατήγορος
της εποχής του, που μετά την εξεγερσιακή του περίοδο επιστρέφει σε μια
προσωπική επιλογή απομόνωσης, βυθισμένος σε μια ειλικρινή και δημιουργική
υποταγή στις εσωτερικές του ανάγκες: «Εγώ είμαι ένας υποταγμένος, αλλά στο χέρι
του καθενός είναι να εξεγερθεί. Είναι πιο δύσκολο να υποταχθούμε σιωπηλά σε
ορισμένες απαιτήσεις του εσωτερικού μας κόσμου και να περάσουμε τη ζωή μας
αναζητώντας εκφραστικά μέσα ειλικρινή
και κατάλληλα για την ιδιοσυγκρασία μας και για τις ικανότητές μας, αν
έχουμε κάποιες ικανότητες».
[i] Οι Μεγάλοι Ζωγράφοι – Εικοστός Αιώνας,
καλ. επιμ. Τάσος Χατζής, εκδ. Fabbri – Μέλισσα, σελ. 191.
[ii] Ό.π.
σελ. 193
[iii] Μάριο
ντε Μικέλι, Οι πρωτοπορίες της τέχνης του
εικοστού αιώνα, μτφρ. Λένα Παπαματθεάκη, εκδ. Οδυσσέας 1983, σελ. 83.
[iv] Petra ten-Doesschate Chu, Georges Rouault’s Miserere et Guerre, http://academic.shu.edu/libraries/gallery/Rouault_petra_chu_essay_2.pdf
[v] Ό.π. iii, Οι πρωτοπορίες της τέχνης του εικοστού αιώνα, σελ. 83.
1 σχόλιο:
Μια εικόνα χίλιες λέξεις.
Αυτό μας το δίνει με τον καλύτερο νομίζω τρόπο ο Ζώρζ Ρουώ.
Οι πίνακές του δικαιώνουν τον τίτλο του άρθρου."Ένας κατήγορος της αστικής ατιμίας".
Εύγε για την επιλογή.
Δημοσίευση σχολίου